Ιάκωβου Ζ. Ακτσόγλου
Κυριακή 26 Ιουλίου 1953 : ΜΝΗΜΗ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΛΑΣΤΗΡΑ
Στην προσφυγική γειτονιά που έζησα κάποια από τα παιδικά μου χρόνια υπήρχε ένας οπωροπώλης με ένα βαπτιστικό όνομα παράξενο, που δεν το είχα ξανακούσει ποτέ. Τον έλεγαν Πλαστήρα. Γεμάτος περιέργεια ρώτησα γι’αυτό τον παππού μου -παλαίμαχο του Μικρασιατικού Πολέμου- για να πληροφορηθώ ότι έφερε ως όνομα το επίθετο ενός γενναίου αξιωματικού και αρίστου ανδρός που είχε διακριθεί στους πολέμους της περιόδου 1912-22 και πρωτοστάτησε αργότερα στην πολιτική ζωή της χώρας.
Οι Μικρασιάτες που τον γνώρισαν έπιναν, όπως λέει ο λαός, νερό στ’ όνομά του. Ως πρόσφυγες πολλοί απ’ αυτούς έδιναν στ’ αγόρια τους ως όνομα το επίθετό του. Ο ίδιος ήταν ένας από τους ανθρώπους που πίστευαν πολύ στη δύναμη της Φυλής μας και αντλούσε τη δύναμή του από αυτή του την πίστη. Δεν είναι υπερβολή πιστεύω να ισχυρισθεί κανείς ότι υπήρξε ένας από τους «αφιερωμένους» στην έννοια της Πατρίδος.
Γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου του 1883, δύο χρόνια μετά την απελευθέρωση της πατρικής του γης από τον οσμανικό ζυγό, στο Μορφοβούνι της Καρδίτσας. Πρώτο παιδί του Χρήστου Πλαστήρα που ήταν ράπτης και καταγόταν από παλιά αγραφιώτικη γενιά και της Στεργιάνως ή Στυλιανής το γένος Καραγιώργου, με καταγωγή από την Πεζούλα.
Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών ο Νικολάκης γνωρίζει –για μικρό ευτυχώς διάστημα- την προσφυγιά. Όταν οι συμμορίες των εθελοντών στον οσμανικό στρατό Αλβανών ενόπλων πλημμυρίζουν την ιδιαίτερη πατρίδα του η οικογένειά του, αναζητώντας καταφύγιο, τραβάει στα ορεινά. Μετά την ανακωχή που ακολούθησε την ατιμωτική ήττα ο νεαρός Πλαστήρας υποχρεώνεται να εγκαταλείψει τη Θεσσαλία και να συνεχίσει τη μαθητεία του στην Αθήνα.
Με το απολυτήριο του Γυμνασίου στο χέρι, το 1903, εκπληρώνει μία μεγάλη του επιθυμία . κατατάσσεται στον στρατό. Επιλοχίας λίγα χρόνια αργότερα, θα συμμετάσχει στην εθνική προσπάθεια που καταβάλλεται στη Μακεδονία. Το 1907 με τον καπετάν Αγραφιώτη (υπολοχαγός Χαράλαμπος Παναγάκης) θα περάσουν στο «τούρκικο» και θα κατευθυνθούν προς τον ανθρωποβόρο βάλτο, στα Γιαννιτσά.
Στα 1908 θ’ αποτύχει να εισαχθεί στο Σχολείο Υπαξιωματικών. Όταν πληροφορείται για τη δράση του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», προσβλέποντας σε μία Ελλάδα που η αξιοκρατία θα ορίζει την εξέλιξη των ικανών, θα ενταχθεί στις τάξεις του και θα καταστεί ο σύνδεσμος με το σύνταγμά του.
Το 1912, μετά την δεύτερη -επιτυχημένη αυτή τη φορά- προσπάθεια εισαγωγής στο Σχολείο Υπαξιωματικών, ονομάζεται ανθυπολοχαγός. Με την έναρξη του Βαλκανοσμανικού Πολέμου θα διακριθεί από την πρώτη κιόλας μάχη στην οποία εμπλέκεται το 5ο Σύνταγμα, στην Ελασσόνα. Θα ευτυχήσει να είναι ένας από αυτούς που θα μπουν πρώτοι –ελευθερωτές- στη νύφη του Θερμαϊκού. Και απ’ εκεί θα συνεχίσει να κυνηγά τους εχθρούς στη Δυτική Μακεδονία. Και όταν η χριστιανική συμμαχία θα διαρραγεί ο Πλαστήρας βρίσκεται να πολεμάει τους Βουλγάρους στο Λαχανά, να εκβιάζει τα στενά της Κρέσνας και να τους ακολουθεί κατά πόδας, στην υποχωρητική τους κίνηση, προς την καρδιά της παλαιάς Βουλγαρίας. Στο τέλος του πολέμου ο μαυριδερός ξερακιανός Θεσσαλός θα έχει αποκτήσει το προσωνύμιο «Μαύρος Καβαλάρης» και θα είναι γνωστός πλέον σε όλο το στράτευμα για την οξύνοια, τη γενναιότητα και την ηγετική του ικανότητα.
Στη Χίο, το αγαπημένο του νησί, βρίσκεται μετά την υπογραφή της ειρήνης ως υπολοχαγός. Απ’ εκεί θα επιχειρήσει ανεπιτυχώς, μέσω της ιδιαίτερής του Πατρίδος, να βρεθεί στη Βόρειο Ήπειρο και να συνδράμει τον Αγώνα της Αυτονόμου Πολιτείας.
Λίγο μετά την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκεται στο 15ο Σύνταγμα. Όταν οι Βούλγαροι εισβάλουν στην Ανατολική Μακεδονία και το ποτήρι της εθνικής ντροπής ξεχειλίζει ο Πλαστήρας αναζητά επαφή με τον Βενιζέλο. Εκείνη η συνάντηση με τον Κρητικό πολιτικό θα τον χαρακτηρίσει για τη μεγαλύτερη περίοδο της ζωής του. Το κίνημα της Εθνικής Αμύνης ξεσπά και ο Πλαστήρας -όπως πολλοί άλλοι αξιωματικοί- φεύγει για τη Θεσσαλονίκη.
Στις επιχειρήσεις εναντίον των Γερμανών και Βουλγάρων που θ’ ακολουθήσουν θα δοθεί η ευκαιρία να συνδεθεί με τον Γεώργιο Κονδύλη. Ως διοικητής του 3ου Τάγματος του Συντάγματος Αρχιπελάγους θα συμμετάσχει στη φοβερή μάχη του Σκρά και αργότερα στη γενική επίθεση του Σεπτεμβρίου η οποία θα διαρρήξει το εχθρικό μέτωπο και θα δώσει τη νίκη του πολέμου στους συμμάχους.
Στον αντισυνταγματάρχη πλέον Πλαστήρα ανατίθεται η διοίκηση του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων. Την ανάθεση ακολουθεί η διαταγή για τη μεταφορά του τμήματος στη Μεσημβρινή Ρωσία, όπου θα συμμετείχε στον αγώνα των Ευρωπαίων εναντίον των «Ερυθρών». Εκεί στο παγωμένο ρωσικό τοπίο, που η ελληνική λόγχη θα διακριθεί και πάλι μεταξύ των συμμάχων δυνάμεων, οι κακουχίες θα υποσκάψουν την υγεία του γενναίου στρατιώτη. Θα νοσήσει από φυματίωση η οποία θα τον ταλανίζει σε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Μετά την αποτυχία της προσπάθειας (συνεπεία και της «αποσυνθέσεως» των γαλλικών δυνάμεων) τα ελληνικά τμήματα θα αποσυρθούν για να μεταφερθούν μέσω Ρουμανίας στη Σμύρνη, όπου οι ελληνικές δυνάμεις είχαν ήδη αποβιβασθεί
|
Το έφιππο ευζωνικό του 5/42 στην Μικρά Ασία, εν δράσει. |
Στην Ανατολή ο Πλαστήρας –συνταγματάρχης πια- και το 5/42 Σύνταγμα θα καταλάβουν μία από τις καλύτερες θέσεις στο βιβλίο της πολεμικής μας ιστορίας. Το ευζωνικό (ελαφρύ πεζικό) θα χαρακτηρισθεί από τους Τούρκους ως «Σεϊτάν ασκερί» (στρατός του Σατανά) και ο ηγήτορας του 5/42 θα γίνει σύντομα γνωστός στους εχθρούς που θα τον ονομάσουν «Καράμπιμπερ» (μαύρο -καυτερό- πιπέρι). Το «έφιππο» τμήμα του, δημιούργημα της περιόδου των μαχών στην Ουκρανία -εκπαιδευμένο τότε από τους Κοζάκους-, τώρα επιχειρεί στη Μικρά Ασία αφήνοντας αλγεινή εντύπωση στους αντιπάλους.
Μετά την επίθεση των κεμαλικών κατά του Αφιόν και τη διάρρηξη του μετώπου αρχίζει η κατάρρευση. Ο Πλαστήρας και ο Ζήρας είναι δύο από τους αξιωματικούς του στρατού μας που θα σώσουν την τιμή του, υποχωρώντας εν τάξει και συγκεντρώνοντας –όπου αυτό ήταν δυνατό- στρατιώτες διαλυμένων μονάδων. Η υποχωρητική κίνηση θα καταστεί σωτήρια και για μεγάλο αριθμό προσφύγων, στους οποίους δίδεται έτσι η δυνατότητα να κινηθούν προς τα παράλια και να αποφύγουν τη μανία των διωκτών τους.
|
Πάσχα στη Μικρά Ασία. Ο Μέραρχος Κ. Μανέτας τσουγκρίζει με εύζωνα από το βλέμμα του διοικητή του 5/42 |
Από τις σημαντικότερες ημέρες του βίου του είναι αυτές της Επαναστάσεως του 1922. Η απόφαση των Πλαστήρα, Γονατά και Χατζηκυριάκου θα περισώσει ότι ήταν δυνατό από τις θυσίες των ετών 1919-22 και θα διατηρήσει για την Ελλάδα τη Δυτική Θράκη, περιορίζοντας τις υπερφίαλες αξιώσεις της Αγκύρας. Αλλά και θα προετοιμάσει το έδαφος για την εγκαθίδρυση της Πρώτης Δημοκρατίας στη χώρα. Όταν ο κίνδυνος παρέρχεται, μετά και την καταστολή του αντεπαναστατικού κινήματος Λεοναρδόπουλου – Γαργαλίδη (Οκτώβριος 1923), ο συνετός στρατιώτης θα καταθέσει στην Συνέλευση του Έθνους την επαναστατική εξουσία (2 Ιανουαρίου 1924). Το ίδιο βράδυ θα υποβάλει και την παραίτησή του στον υπουργό των Στρατιωτικών. Στις 31 Μαρτίου η Βουλή προάγει τον Πλαστήρα σε αντιστράτηγο και τον ονομάζει «Άξιο της Πατρίδος».
|
Επαναστατική Κυβέρνηση 1922. Χατζηκυριάκος, Γονατάς και Πλαστήρας |
Η ασθένειά του τον κατατρώγει. Φεύγει για την Ευρώπη αναζητώντας θεραπεία. Το 1925, έχοντας «δαμάσει» λίγο τον φοβερό βάκιλο, επιστρέφει στην Ελλάδα. Ξεσπά όμως το πραξικόπημα του Θ. Παγκάλου (Ιούνιος) ο οποίος διατάσσει τη σύλληψη και τελικά την «εξορία» του Πλαστήρα (Γαλλία). Τον επόμενο χρόνο η δικτατορία καταλύεται (Αύγουστος) και ο στρατηγός επιστρέφει. Συμβάλει στην αποτροπή του κινήματος Κονδύλη – Οθωναίου και παρίσταται στην εκλογική νίκη του Βενιζέλου. Αποσύρεται στην ιδιαίτερη Πατρίδα του και μετά ταξιδεύει στις περιοχές του Παροικιακού Ελληνισμού της Βορείου Αφρικής.
Στις αρχές του 1933 ξεσπά μία ακόμη κυβερνητική κρίση. Βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί βρίσκονται πάλι σε τριβή. Ο στρατηγός επιχειρεί κίνημα, το οποίο επικρατεί, αλλά μετά από εγγυήσεις για το πολίτευμα που δέχεται από παλαιούς συμπολεμιστές του αποσύρεται. Δύο χρόνια αργότερα κλείνει ο κύκλος της Πρώτης Δημοκρατίας. Το κίνημα του Φεβρουαρίου αποτυγχάνει να επικρατήσει, ο ίδιος ο Βενιζέλος (σε μία προσπάθεια κατευνασμού του πολιτικού πάθους αλλά και απαλλαγής από το βάρος του) το αποκηρύσσει και ο Πλαστήρας καταδικάζεται από στρατοδικείο, ερήμην, σε θάνατο. Τον Νοέμβριο η Βασιλεία επιστρέφει στην Ελλάδα...
Ο Θεσσαλός βρίσκεται και πάλι στην εξορία. Απ’ εκεί, παρά τη σοβαρή επιδείνωση της υγείας του, θα κινείται δραστηρίως κατά της δικτατορίας του Μεταξά, μέχρι τότε που αντιλαμβάνεται ότι η ώρα της νέας μεγάλης ανθρωποσφαγής πλησιάζει. Τότε ο στρατιώτης σιωπά. Όταν η φασιστική Ιταλία επιτίθεται, από τη Γαλλία όπου βρίσκεται, συστήνει δημοσίως εθνική συναίνεση για ν’ αντιμετωπισθεί ο εχθρός. Και αρνείται τις προτάσεις συνεργασίας των Ναζί, για την (υπό όρους) μεσολάβηση για τη λήξη της Ιταλοελληνικής συγκρούσεως (1941) και τη διακυβέρνηση της κατεχόμενης Πατρίδος αργότερα (1941, 1943).
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1941 ιδρύεται ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (Ε.Δ.Ε.Σ.) και ο Πλαστήρας (που παραμένει στη Γαλλία) κηρύσσεται ομοφώνως από τα ιδρυτικά του μέλη αρχηγός. Έτσι, παρά τη φυσική του απουσία, είναι «παρών» στον αγώνα κατά του κατακτητή. Παρών είναι και μετά τη λήξη του πολέμου.
Ως προσωπικότητα ευρείας αποδοχής αναλαμβάνει Πρωθυπουργός, βραχυβίου όμως κυβερνήσεως (3.1.45 - 8.4.45), ενώ η «Μάχη των Αθηνών» βρίσκεται στην τελική της φάση, και εργάζεται προς την κατεύθυνση της αποτροπής της ξενοκινήτου συγκρούσεως. Αφού θα επιτύχει τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου), οι Βρετανοί θα τον αντικαταστήσουν με τον Π. Βούλγαρη.
Επικεφαλής (ως ιδρυτής) της Εθνικής Προοδευτικής Ενώσεως Κέντρου συμμετέχει στις εκλογές του 1950 και με το κόμμα του καταλαμβάνει 46 έδρες. Στις 15 Απριλίου ορκίζεται πάλι Πρωθυπουργός. Η μετριοπαθής πολιτική του έναντι των κομμουνιστών προκαλεί διάσταση μεταξύ των μελών της κυβερνήσεως συνασπισμού. Τον Αύγουστο ο Πλαστήρας παραιτείται.
Οι εξελίξεις στο πολιτικό τοπίο μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1951 θα τον φέρουν πάλι στην Πρωθυπουργία (27 Οκτωβρίου), ηγουμένου κυβερνήσεως συνασπισμού που θα επιβιώσει -με κλυδωνισμούς- μέχρι τις 10 Οκτωβρίου 1952. Η υγεία του έχει επιβαρυνθεί ανεπανόρθωτα. Στις εκλογές της 16ης Νοεμβρίου δεν θα εκλεγεί ούτε βουλευτής. Θα ταξιδέψει στις Η.Π.Α., απ’ όπου θα επιστρέψει τον Φεβρουάριο του 1953. Από τότε θα παρακολουθεί τις εξελίξεις αποστασιοποιημένος σχεδόν, με την υγεία του να επιδεινώνεται διαρκώς. Ο Παπάγος θα είναι ένας από τους τακτικούς επισκέπτες του την τελευταία αυτή περίοδο της ζωή του. Ο στρατηγός θα «φύγει» στις 26 Ιουλίου του ίδιου έτους.
Τα ...ορφανά του Πλαστήρα.
|
Ο Πλαστήρας στη Μικρά Ασία φωτογραφιζόμενος με κάποια από τα «παιδιά» του |
Η υιοθεσία ορφανών του πολέμου αποτελεί μία από τις λιγότερο γνωστές πτυχές της ζωής του στρατηγού. Από τις ημέρες των αγώνων στην Ανατολική Μακεδονία ακόμη, υιοθέτησε το πρώτο –απορφανισμένο από τη αγριότητα των Βουλγάρων- κοριτσάκι, την Κυριακούλα. Μέχρι το τέλος της δεκάχρονης ηρωικής περιόδου θ’ αναλάβει υπό την προστασία του οκτώ παιδάκια. Ο πολεμικός ανταποκριτής του Μικρασιατικού Πολέμου Κ. Μισαηλίδης μας παραδίδει εικόνες αυτής της πλευράς του πολεμάρχου.
«[...]
- Δεν καπνίζεις, δεν πίνεις, δεν παίζεις χαρτιά, ποτέ δεν φεύγεις από το Μέτωπο, έμεινες ό παρθενικός άνθρωπος που δε γνώρισε καμμιάν εγκόσμια απόλαυσιν. Ζης λιτά, σαν τον τελευταίο σου τσολιά, τότε ασφαλώς θα έχης περιουσία, συνταγματάρχα μου, του έλεγα μια μέρα στο Κόλδερε, στην σκηνή του.
Ό Πλαστήρας χαμογέλασε και μου έδειξε μια φωτογραφία κοριτσιού μικρού.
- Ποιο είναι αυτό; τον ρωτώ.
- Το παιδί μου, ή Κυριακούλα μου.
- Το παιδί σου; Πώς;
- Ορφανό που υιοθέτησα στην Ανατολική Μακεδονία. Του έδωκα τ' όνομα μου, και τόστειλα στο χωριό μου, στο σπίτι μου. Μου φαίνεται πώς αν σπαταλήσω και μια δραχμή, την κλέβω από το παιδί μου. [...]»
*
* *
«[...] Πριν κάμποσα χρόνια ο Γεώργης Γιαρμάκογλους ο Βουρλιώτης, ξεκίνησε από την πατρίδα του και πήγε στο Αξάρι, αγόρασε ένα αμπελάκι, παντρεύτηκε κι ένα φτωχοκόριτσο Αξαριανό και ζούσε την περήφανη και τίμια ζωή του αγρότη. Μέσα στον Ευρωπαϊκό πόλεμο πέθανεν ή γυναίκα του και του άφησε τρία ορφανά. Ο κόσμος του τώρα όλος, ήταν τα παιδιά του. Τα πήρε και τράβηξε κατά τον κάμπο, στ’ αμπέλι του κ’ έζησεν εκεί μακρυά απ’ όλο τον άλλο κόσμο.
Μα ήρθαν οι διωγμοί του Αξαριού και τον έσπρωξαν με τα παιδιά του πρόσφυγα στη Μαγνήσια. Κι’ ένα βράδυ ο Χάρος ήρθε και τον άρπαξε από τα παιδιά του. Όταν το πρωί ξύπνησαν τα πανόρφανα κι’ είδαν πώς ο αγαπημένος τους πατέρας δεν ξυπνούσε τον φώναξαν, κι’ όταν είδαν πώς δεν ακούει, έβαλαν τις φωνές.
Κι’ έμειναν τα τρία μικρά παιδιά του μονάχα, τραγικά ορφανά στον τραγικό δρόμο της εξορίας.
Όταν τη στερνή του στιγμή, ο πατέρας σήκωνε τα μάτια προς τον ουρανό κι’ άπλωνε το χέρι πάνω από τα κεφαλάκια των κοιμωμένων παιδιών του, ποιο χέρι προστατευτικό για τα ορφανά να ζήτησεν η στοργή του από τον Θεό ;
Αυτή ή ιστορία κυκλοφορούσε το πρωί στην Μαγνήσια.
Τ’ απόγευμα, πηγαίνοντας προς την Μητρόπολη, συναντώ στο δρόμο τον Πλαστήρα.
- Για που; τον ρωτώ.
- Έρχομαι από την Μητρόπολη. Ο Θεός μου έστειλε τρία παιδιά ακόμη. Πήγα και τα υιοθέτησα κι’ αυτά επισήμως. Πέθανε ψες ο πατέρας τους και τ’άφησε πανόρφανα. [...]».